θυμώ — (I) θυμῶ, όω (ΑΜ) [θυμός] βλ. θυμώνω. (II) άω [θυμός] επαναφέρω στη μνήμη κάποιου, θυμίζω, υπενθυμίζω («σώπα και μη μού τή θυμάς», Κρυστ.) … Dictionary of Greek
θυμῶ — θῡμῶ , θυμός soul masc gen sg (doric aeolic) θῡμῶ , θυμόω make angry pres subj act 1st sg θῡμῶ , θυμόω make angry pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμῷ — θῡμῷ , θυμός soul masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμῳ — θύμον Cretan thyme neut dat sg θύμος Cretan thyme masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. — μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. См. Сардонический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ. — См. В непогоду не до плаванья … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο. — См. Внутренно смеяться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θύμωι — θύμῳ , θύμον Cretan thyme neut dat sg θύμῳ , θύμος Cretan thyme masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
συνθυμώ — έω, Α 1. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, ομοφρονώ 2. νιώθω τα ίδια συναισθήματα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμῶ (< θυμος < θυμός), πρβλ. ἐπι θυμῶ, κατα θυμῶ] … Dictionary of Greek